- στοιβηδόν
- στοιβ-ηδόν, Adv.A crammed in, Simp.in Cat.18.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στοιβηδόν — crammed in indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιβηδόν — Α επίρρ. 1. κατά στοιβάδες, σωρηδόν 2.μτφ. (στον λόγο) με επαναλήψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιβή + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek